- κτηνοπρεπής
- κτηνοπρεπής, -ές (AM)αυτός που αρμόζει σε κτήνος, κτηνώδηςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ κτηνοπρεπέςη κτηνωδία.επίρρ...κτηνοπρεπῶς (AM)όπως αρμόζει σε κτήνος, κτηνωδώςαρχ.παραλόγως.[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αρχαιο-πρεπής, δουλο-πρεπής].
Dictionary of Greek. 2013.